-
1 идейный
идейный ιδεολογικός —ое содержание το ιδεολογικό περιεχόμενο* * *иде́йное содержа́ние — το ιδεολογικό περιεχόμενο
-
2 ιδεολογικός
η, ό[ν] идеологический; идейный;ιδεολογικό μέτωπο — идеологический фронт;
ιδεολογικός αγώνας — идеологическая борьба;
ιδεολογικό περιεχόμενο — идейное содержание;
ιδεολογική σύγχυση — а) идейный разброд; — б) идейная ошибка;
ιδεολογική καθοδήγηση — идейное руководство
-
3 идейный
идейн||ыйприл1. (проникнутый передовыми идеями) Ιδανικός, Ιδεολογικός, Ιδεατός (о литературе, искусстве и т. п.)/ Ιδεολογος (о человеке):\идейный роман τό μυθιστόρημα μέ Ιδεολογικό περιεχόμενο· \идейный человек ὁ Ιδεολόγος·2. (идеологический) Ιδεολογικός:\идейныйое руководство ἡ Ιδεολογική καθοδήγηση.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… … Dictionary of Greek
Γουέλφοι και Γιβελίνοι — Πολιτικές μερίδες, οι πιο ονομαστές στην ιστορία της μεσαιωνικής Ευρώπης. Πρωτοεμφανίστηκαν στη Γερμανία, όταν μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Ερρίκου E’ της Φραγκονίας (1125), οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί ηγέτες της χώρας, με την υποστήριξη του… … Dictionary of Greek
έθνη — (Θρησκ.). Ιστορικός όρος που αποδόθηκε από τους Ιουδαίους και τους χριστιανούς στους λαούς οι οποίοι διακρίνονταν για τις πολυθεϊστικές θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ή γενικότερα σε όσους δεν είχαν ασπαστεί το χριστιανικό δόγμα. Η εμφάνιση και… … Dictionary of Greek
Καρατζιάλε, Ιόν Λούκα — (Ion Luca Caragiale, Χαϊμανάλε 1852 – Βερολίνο 1912). Ρουμάνος κωμωδιογράφος και διηγηματογράφος. Καταγόταν από οικογένεια ηθοποιών. Πέρασε δύσκολη ζωή και άσκησε διάφορα επαγγέλματα: διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και διευθυντής εφημερίδων,… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek
Σικελιανός, Άγγελος — Έλληνας ποιητής (Λευκάδα 1884 Αθήνα 1951). Μετά το γυμνάσιο ήρθε στην Αθήνα (1900) για να σπουδάσει νομικά, εγκατάλειψε όμως γρήγορα τα σχέδιά του, γιατί τον κέρδισε η ποίηση. Μελέτησε με πάθος τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, ιδιαίτερα τους… … Dictionary of Greek
Φρανκ, Λέοναρντ — (Frank, Βούρτσμπουργκ 1882 – Μόναχο 1961). Γερμανός συγγραφέας. Άσκησε, μέχρι το 1920, τα ταπεινότερα επαγγέλματα και το 1933 κατέφυγε στη Γαλλία και στη συνέχεια στις ΗΠΑ. Aπό εκεί γύρισε το 1950. Είναι ο συγγραφέας έξοχων μυθιστορημάτων και… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek